-
1 волнение
волнение с 1) (беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία 2) (на море) η θαλασσοταραχή 3) мн.: \волнениея (народные) οι ταραχές* * *с1) ( беспокойство) η συγκίνηση, η ταραχή, η ανησυχία2) ( на море) η θαλασσοταραχή3) мн.волне́ния (народные) — οι ταραχές
-
2 переживание
переживание с η στενοχώρια, η θλίψη- η συγκίνηση (волнение)* * *сη στενοχώρια, η θλίψη; η συγκίνηση ( волнение) -
3 умиление
умил||ениес ἡ συγκίνηση [-ις], ἡ τρυ-φερότητα [-ης]:прийти в \умиление μέ πιάνει ἡ συγκίνηση, συγκινοῦμαι. -
4 эмоция
η συγκίνηση, το συναίσθημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эмоция
-
5 аффект
аффектм ἡ ἀπότομη δυνατή συγκίνηση, ἡ ψυχική διέγερση:в состоянии \аффекта σέ κατάσταση παραφορϊς. -
6 аффектация
аффект||а́цияж ἡ προσποιητή συγκίνηση. -
7 брать
братьнесов1. прям., перен παίρνω, λαβαίνω, λαμβάνω:\брать руками πιάνω μέ τά χέρια μου; \брать с собой παίρνω μαζύ μου; \брать тему для сочинения διαλέγω θέμα γιά ἐκθεση ίδεῶν;2. (принимать) παίρνω, προσλαμβάνω:\брать на работу προσλαμβάνω (или παίρνω) στή δουλειά; \брать домработницу, прислугу παίρνω ὑπηρέτρια; \брать на воспитание υἱοθετῶ, παίρνω νά ἀναθρέψω; \брать на учет καταγράφω, βάζω στήν κατάσταση, σημειώνω, ὑπολογίζω;3. (в обладание, в пользование) παίρνω:\брать в долг (взаймы) παίρνω δανεικά;4. (покупать) παίρνω, ἀγοράζω:\брать билеты в театр παίρνω είσιτήρια γιά τό θέατρο;5. (взимать, взыскивать) παίρνω:\брать» налоги εἰσπράττω φόρους; \брать дорого за что-л. παίρνω ἀκριβά γιά κάτι; ◊ \брать ванну κάνω μπάνιο; \брать такси́ παίρνω ταξι \брать уроки παίρνω μαθήματα; \брать отпуск παίρνω (или λαμβάνω)) ἀδεια; \брать обещание παίρνω ὑπόσχεση ἀπό κάποιον \брать пример παίρνω παράδειγμα; \брать подъем βγάζω τόν ἀνήφορο; \брать начало προέρχομαι, ξεκινώ, ἀρχινώ; \брать хитростью καταφέρνω μέ πονηριά; \брать в расчет ὑπολογίζω, λογαριάζω; \брать в плен αἰχμαλωτίζω; \брать крепость παίρνω (или κυριεύω) τό φρούριο; \брать себя в ру́ки συνέρχομαι, συγκρατιέμαι, αὐτοκυριαρχοῦμαι; не \брать в рот чего-л. δέν βάζω στό στόμα μου κάτι; меня берет сомнение μοῦ γεννήθηκε ἀμφιβολία; \брать за горло πιάνω ἀπ' τό λαιμό; \брать за сердце συγκινώ, προκαλώ δυνατή συγκίνηση; \брать в скобки βάζω σέ παρένθεση. -
8 волнение
волнени||ес1. (на море) ἡ φουσκοθα-λασσιά, ἡ θαλασσοταραχή·2. перен ἡ ταραχή, ἡ συγκίνηση [-ις], ἡ ἀνησυχία:прийти́ в \волнение συγκινούμαι, ταράζομαι, ἀνησυχῶ·3. \волнениея мн. (народные) οἱ ταραχές. -
9 переживание
переживаниес ἡ στενοχώρια, ἡ δοκιμασία / ἡ συγκίνηση (волнение). -
10 прослезиться
прослезитьсясов δακρύζω, δακρύω:\прослезиться от умиления δακρύζω ἀπό τήν συγκίνηση. -
11 прочувствованный
прочу́вствова||нныйприч. и прил συγκινημένος, γεμάτος συγκίνηση. -
12 расчувствоваться
расчувствоватьсясов разг μέ πιάνει συγκίνηση, συγκινούμαι. -
13 умилительный
умил||ительныйприл συγκινητικός:\умилительныййтельная улыбка χαμόγελα γεμάτο συγκίνηση· \умилительныййтельная картина ἡ οὐγκινητική εἰκόνα. -
14 умиляться
умил||ятьсяσυγκινοῦμαι, μέ πιάνει συγκίνηση. -
15 эмоциональный
эмоциональн||ыйприл γεμδτος συγκίνηση/ εὐκολοσυγκίνητος, συναισθηματικός (о человеке). -
16 эмоция
эмоцияж ἡ συγκίνηση [-ις]. -
17 умиление
[ουμιλιένιιε] ουσ. ο. συγκίνηση -
18 эмоция
[ιμότσυγια] ουσ. Θ. συγκίνηση -
19 умиление
[ουμιλιένιιε] ουσ ο συγκίνηση -
20 эмоция
[ιμότσυγια] ουσ θ συγκίνηση
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συγκίνηση — η ταραχή της ψυχής από λύπη ή χαρά, το να κατέχεται κάποιος από συναισθήματα: Με διατρέχουν ρίγη συγκίνησης. – Ένιωσε βαθιά συγκίνηση. – Δοκίμασε μεγάλη αισθητική συγκίνηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συγκίνηση — Σύνολο ψυχολογικών και φυσιολογικών φαινομένων που εκδηλώνονται μαζί με έντονους ερεθισμούς, απρόοπτους και, κατά κανόνα, ελάχιστα σαφείς, οι οποίοι προκαλούν στο άτομο σημαντική ένταση. Στο υποκειμενικό ψυχολογικό πεδίο έχουμε μια ζωηρή… … Dictionary of Greek
συγκινήσῃ — συγκινήσηι , συγκίνησις commotion fem dat sg (epic) συγκινέω stir up aor subj mid 2nd sg συγκινέω stir up aor subj act 3rd sg συγκινέω stir up fut ind mid 2nd sg συγκῑνήσῃ , συγκινέω stir up aor subj mid 2nd sg συγκῑνήσῃ , συγκινέω stir up aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παθητικός — ή, ό (ΑΜ παθητικός, ή, όν) [παθητός] 1. αυτός που υφίσταται αδιαμαρτύρητα τα αποτελέσματα τών ενεργειών κάποιου άλλου («παθητική στάση») 2. ο γεμάτος πάθος, συγκίνηση ή αυτός που προκαλεί συγκίνηση («παθητική μελωδία») 3. γραμμ. αυτός που δηλώνει … Dictionary of Greek
παθαίνω — (ΑΜ παθαίνω) (το μέσ. και παθ.) παθαίνομαι αισθάνομαι έντονη συγκίνηση, κυριεύομαι από ζωηρό πάθος (α. «κάθε φορά που συζητούμε πολιτικά παθαίνεται» β. «παθαίνομαι, όταν ακούω κλασική μουσική») νεοελλ. φρ. α) «καλά να (τά) πάθει» λέγεται για να… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Μπρακ, Ζορζ — (Georges Braque, Αρζαντέιγ 1882 – Παρίσι 1963). Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης, χαράκτης και σκηνογράφος, μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Έζησε τα νεανικά του χρόνια στη Χάβρη, όπου ο πατέρας του, ερασιτέχνης… … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
τραγικός — ή, ό / τραγικός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία (α. «τραγική συγκίνηση» η συγκίνηση που νιώθει κανείς όταν παρακολουθεί μια τραγωδία β. «πρὸς τὰ πάθεα αὐτοῡ τραγικοῑσι χοροῖσι ἐγέραιρον», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek